ασκευώρητος

ασκευώρητος
-η, -ο (AM ἀσκευώρητος, -ον) [σκευωρώ]
εκείνος ο οποίος δεν έπεσε θύμα σκευωρίας ή συκοφαντίας
μσν.
το ουδ. ως ουσ. «τὸ ἀσκευώρητον» — η ακεραιότητα, η ειλικρίνεια
αρχ.
αυτός που δεν εξετάστηκε λεπτομερώς.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἀσκευώρητον — ἀσκευώρητος not searched thoroughly masc/fem acc sg ἀσκευώρητος not searched thoroughly neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”